- πορεύω
- ΝΜΑ [πόρος]μέσ. πορεύομαια) βαδίζω, οδοιπορώ, πηγαίνω κάπου («ὥστ' ἐφ' ἑνὸς πορεύονται σκέλους ἀσκωλίζοντες», Πλάτ.)β) πλέω διά θαλάσσης, ταξιδεύω (α. «βραδέως επορεύετο το σκάφος», Καλλιγ. β. «νέας τὰς ἀρίστας ἐπιλεξάμενος... ἐπορεύετο περὶ τὰ πότιμα ὕδατα», Ηρόδ.)γ) περνώ τη ζωή, ζω («με φρόνεψι πορεύεται, με γνώσιν ορδινιάζει», Ερωτόκρ.)νεοελλ.1. (ενεργ. και μέσ.) εξοικονομώ τα προς το ζην («καλά τά πόρεψα» — τά κατάφερα)2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) πορεμένος, -η, -οεύπορος, ευκατάστατος3. παροιμ. «έβγα έξω και πομπέψου, έμπα μέσα και πορέψου» — λέγεται για εκείνους που δέχονται εξευτελισμούς έναντι υλικής ωφέλειας2. παροιμ. φρ. α) «και τ' αρφανό πορεύεται κι η χήρα κυβερνιέται» — για όλους υπάρχει θεός και κανείς δεν χάνεταιβ) «πορεύου εν ειρήνη» — πήγαινε στην ευχή τού θεούμσν.-αρχ.πεθαίνω, βαδίζω την ύστατη οδόαρχ.1. οδηγώ, μεταφέρω κάποιον κάπου2. διαπορθμεύω κάποιον, περνώ κάποιον απέναντι με σκάφος («γυναῑκ' ἀρίσταν λίμναν Ἀχεροντίαν πορεύσας ἐλάτᾳ δικώπῳ», Σοφ.)3. προσκομίζω («τάσδ' ἐπιστολὰς πατρὶ ταχεῑ 'πόρευσαν», Σοφ.)4. εξευρίσκω, προμηθεύομαι5. θέτω σε κίνηση6. μέσ. α) εισέρχομαιβ) ακολουθώ ορισμένη μέθοδογ) προβαίνω σε δικαστική πράξη, εγείρω αγωγή7. παθ. οδηγούμαι («πρὸς βίαν πορεύομαι», Σοφ.)8. φρ. α) «πορεύομαι παρά τινος» — μεταβαίνω κατ' εντολήν ή εκ μέρους κάποιουβ) «πορεύομαι εἴς τι» — πέφτω μέσαγ) «πορεύομαι ἐπὶ τι» — προχωρώ στην εκτέλεση ενός έργου, στην πραγματοποίηση μιας ενέργειας.
Dictionary of Greek. 2013.